ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Οι αναγνώστες μου δεν πρέπει να εκπλαγούν από τον ισχυρισμό ότι η ένταση της προεκλογικής αντιπαράθεσης θα συντελέσει αποφασιστικά στην τελική διατύπωση του πολιτικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, την ύπαρξη του οποίου πολλοί ως τώρα αμφισβητούν ενώ οι περισσότεροι προτιμούν να υπερτονίζουν επιλεκτικά τις ριζοσπαστικότερες παραφωνίες από την κληρονομική διαρθρωτική του πολυφωνία. Το πιθανότερο είναι, το προγραμματικό μόρφωμα που θα προκύψει από το καμίνι της προεκλογικής σύγκρουσης να είναι μάλλον αποδεκτά ριζοσπαστικό και επαρκώς ρεαλιστικό.
Προηγούμενοι σχεδιασμοί γραφείου και ασκήσεις επί χάρτου σπανίως βρίσκουν ευνοϊκό έδαφος εφαρμογής από τους υπεύθυνους θώκους της εξουσίας. Οι αποφάσεις των κυβερνήσεων παίρνουν την τελική τους μορφή σε συνάρτηση με τις αντιστάσεις των πραγμάτων και της κοινωνίας. Οι αντιπολιτευτικοί προγραμματικοί σχεδιασμοί προσγειώνονται σταδιακά στη ανώμαλη πολιτική πραγματικότητα του εκλογικού πολυσυλλεκτισμού.
Η συντηρητική προπαγάνδα της απελθούσας συγκυβέρνησης έχει επιστρατεύσει όλους τους διαθέσιμους μηχανισμούς τρομοκρατικής προπαγάνδας προκειμένου να πείσει τα θύματα μιας εξαετούς άγονης λιτότητας ότι η πιθανή υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ταυτόσημη με την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Σε απάντηση ο επίδοξος αυριανός πρωθυπουργός δεν κουράζεται να υπερτονίζει ότι η πραγματική πρόθεση του συνασπισμού δυνάμεων τις οποίες εκπροσωπεί δεν είναι η έξοδος της χώρας από το ενιαίο νόμισμα αλλά αντίθετα η ενισχυμένη παραμονή της.
Όπως τονίσαμε και σε προηγούμενη επιφυλλίδα μας, το διακύβευμα των ερχομένων εκλογών είναι η αποτελεσματικότητα μιας διευρυμένης διαπραγμάτευσης που θα έχει ως επίκεντρο την μερική διαγραφή του ελληνικού χρέους ή άλλως, την συνολική του αναδιάρθρωση. Το αίτημα κρίνεται μέσα και έξω από την Ελλάδα ως αναγκαίο και μάλιστα, και εδώ είναι το παράδοξο, με την ισχυρότερη συνηγορία να προέρχεται από το εξωτερικό. Και τούτο γιατί στο εξωτερικό είναι ευρύτερα γνωστό ότι τα χρέη των κρατών έχουν από αμνημονεύτων χρόνων μιαν ιδιόμορφη ιδιότητα: να διαγράφονται όταν δεν είναι αντικειμενικά δυνατό να εξωφληθούν. Οι επαγγελματίες ιστορικοί δανειστές του εξωτερικού γνωρίζουν καλλίτερα αυτήν την διαχρονική ιδιομορφία!
Τις προάλλες τονίσαμε επίσης με σαφήνεια ότι η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους, με ή και χωρίς διαγραφή, θα είναι μια επώδυνη και πιθανόν μακρόσυρτη διαδικασία.
Αν το διάστημα των διαπραγματεύσεων παραταθεί πέραν του εξαμήνου και αν στο διάστημα αυτό έχουν ανασταλεί, που είναι και το πιθανότερο, οι εκατέρωθεν αμοιβαίες εκπληρώσεις δανειακών υποχρεώσεων (μη καταβολή από ελληνικής πλευράς των προβλεπομένων τόκων και χρεωλυσίων, εφ’ όσον θα έχουν από την άλλη πλευρά ανασταλεί αντιστοίχως οι καταβολές των προδιαγεγραμμένων μνημονιακών δόσεων για την αναχρηματοδότηση των ελληνικών υποχρεώσεων), είναι πολύ πιθανό η ελληνική πλευρά να αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας.
Το πιθανολογούμενο αυτό «δημοσιονομικό κενό» θα μπορούσε ενδεχομένως για ένα μικρό διάστημα να αντιμετωπιστεί με εκτός προϋπολογισμού μεταβατικούς τρόπους εσωτερικής αυτοχρηματοδότησης, αν δεν ξεπεράσει το ύψος των 3-4 δις ευρώ. Αν όμως οι αντιστάσεις στη διαπραγμάτευση αποδειχτούν περισσότερο σκληρές και χρονοβόρες, σε σημείο που να ξεπερνά τις δυνατότητες ενδιάμεσης εσωτερικής αυτοχρηματοδότησης, τότε το πράγμα γίνεται βεβαίως πιο σοβαρό. Και είναι στο σημείο αυτό ακριβώς (και πουθενά αλλού) που ελλοχεύει ο κίνδυνος (ή, διαφορετικά, ο «πειρασμός») της εκ των πραγμάτων εξώθησης σε εσωτερική χρηματοδότηση με νομισματικά και όχι με δανειακά μέσα. Που σημαίνει μια κατ’ αρχήν προσωρινή αποσύνδεση της χώρας από το ευρώ…..
Είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν ότι η πιθανότητα ενός GREXIT σχετίζεται με μονομερή απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ή των εταίρων μας, ή ακόμα και με συμπεφωνημένη λύση. Το πράγμα όμως, αν καταστεί αναπόφευκτο, δεν θα συντελεστεί με συντεταγμένη διαδικασία. Η Ελλάδα είναι σαφές ότι δεν θέλει να φύγει από το νόμισμα. Οι εταίροι μας εξάλλου στην Ευρωζώνη ούτε επιθυμούν αλλά και ούτε μπορούν ευθέως να την εξοβελίσουν.
Η Ελλάδα θα εξαναγκαστεί σε αποσύνδεση από το ευρώ μόνο από πιεστική ανάγκη εξεύρεσης ρευστότητας στην οποία οι εταίροι μας θα βραδύνουν να ανταποκριθούν…
Οι κίνδυνοι όμως από μιαν εξαναγκασμένη έξοδο από το ευρώ δεν είναι προφανώς μονομερείς. Αν η Ελλάδα δεν συναντήσει κατά τη διαπραγμάτευση την αναγκαία κατανόηση από την πλευρά των δανειστών της, τότε οι εταίροι μας και οι λοιποί δημόσιοι δανειστές αντιμετωπίζουν εξ ίσου τον κίνδυνο, αντί μιας λογικής και αντικειμενικά αποδεκτής περικοπής ενός μέρους των ελληνικών ονομαστικών υποχρεώσεων να απολέσουν το σύνολο των δανειακών συνεισφορών τους. Γιατί βεβαίως θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι ένα δραχμοποιημένο χρέος της τάξης των εφτακοσίων και πλέον  τρισεκατομμυρίων δραχμών (!!!), διότι βεβαίως η νέα ισοτιμία του νομίσματος δεν θα ήταν η ισοτιμία της εισόδου στην ΟΝΕ (340 δραχμές το ένα ευρώ),  θα μπορούσε να εισπραχθεί ποτέ σε ευρώ από μια εκτός νομισματικής ένωσης ελληνική οικονομία.
Αλλά το πράγμα δεν ολοκληρώνεται εκεί. Με την έξοδό της Ελλάδας από το ευρώ (που κατά πάσα πιθανότητα θα συμπαρασύρει όλη τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε., όπως εξηγήσαμε σε άλλη ευκαιρία…) διαταράσσεται συνολικά η γεωπολιτική και γεωοικονομική τάξη της νότιας Ευρώπης, σε μια περίοδο επικίνδυνων και αστάθμητων μεσογειακών και μεσανατολικών τριγμών. Η μικρή Ελλάδα θα ξαναγίνει το μήλο της έριδας μεταξύ Η.Π.Α και Ρωσίας, με την λίγο μακρύτερα, αναπόφευκτη ανάμιξη της Κίνας. Είναι καιρός άραγε για τέτοια ευρύτερη αναταραχή;

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΚΥΩΝΙΔΕΣ

https://i0.wp.com/new-deal.gr/wp-content/uploads/2015/01/halcyon_days.jpgΟ κύβος ερρίφθη. Η συγκυβέρνηση λύγισε πριν ολοκληρώσει τις ευθύνες που ισχυριζόταν ότι διεκπεραίωνε με μοναδική επιτυχία. Με το πρόσχημα της προεδρικής εκλογής η χώρα οδηγείται σε εκλογές που θα μπορούσε να είχε αποφύγει. Κατάλληλοι υποψήφιοι, εξωκομματικοί και υπερκομματικοί, ικανοί να διευκολύνουν την συνταγματικά αναγκαία σύγκλιση, υπήρχαν αρκετοί. Η συγκυβέρνηση απέφυγε να τους προτείνει. Είναι εξώφθαλμο ότι επέσπευδε τις εκλογές για να διασώσει ό,τι μπορούσε να διασωθεί από το κυβερνητικό παλαιοκομματικό ναυάγιο.

Τι κρίνεται σ’ αυτές τις εκλογές; Ασφαλώς όχι κατ’ ανάγκην όσα επικαλούνται οι απελθόντες. Κρίνεται πρωτίστως η εφικτότητα μιας άλλης διαχείρισης, το δοκιμαστικό εγχείρημα της οποίας εκτιμάται από πολλούς ότι μπορεί να προκαλέσει χρήσιμο ευρωπαϊκό αντίλαλο. Πολλοί φοβούνται, και όχι αδικαιολόγητα, ότι το τόλμημα της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους από μιαν άπειρη αριστερή κυβέρνηση μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα έξω από το ευρώ. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Πιθανότερο όμως φαίνεται το εγχείρημα, αν τελικά αποτολμηθεί, να προκαλέσει συνολικότερα θετικό ευρωπαϊκό αντίκτυπο.
Στο επίκεντρο του διακυβεύματος βρίσκεται η πρόταση για αναδιαπραγμάτευση του χρέους. Η διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του έχει τεθεί από καιρό από πολλούς και μάλιστα γερμανούς σχολιαστές. Στην πρόταση όμως έχει προηγηθεί το ίδιο το ΔΝΤ (2011).
Η διαγραφή μέρους του χρέους ή μια μακροχρόνια παράταση των λήξεων που πρακτικά, σε παρούσα αξία, θα ισοδυναμούσε με μερική διαγραφή, κρίνεται απολύτως αναγκαία για την διευκόλυνση της ελληνικής αναπτυξιακής αντιστροφής. Στην Ελλάδα όμως υπάρχουν πολλοί που αμφισβητούν όχι μόνον την εφικτότητα του διαβήματος αλλά και για τη θεμιτότητά του!
Η αμφισβήτηση της εφικτότητας μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει αποδεκτή. Πολλοί συντηρητικοί πολίτες δικαιολογημένα αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους διακατέχεται σήμερα από κυρίαρχα κράτη και πολυεθνικούς θεσμούς, όπως η ομοσπονδιακή ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Ένας ολόκληρος κόσμος στην Ελλάδα, διαχρονικά θρεμμένος με την ιδεολογία της υποτέλειας και του διεθνούς προστατευτισμού, είναι λογικό να λιποψυχεί μπροστά στη κατ’ αρχήν διαπραγματευτική ασυμμετρία. Αλλά να αμφισβητείται και η θεμιτότητα του διαβήματος υπερβαίνει τα όρια της εθελοδουλείας.
Η απόπειρα της διαπραγμάτευσης ενέχει αναντίλεκτες κακοτοπιές. Όσο κι αν έχει προηγηθεί διεθνής ζύμωση και σχετική ωρίμανση πνευμάτων, η αντίσταση των δανειστών αναμένεται σκληρή. Η τελική επιτυχία μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης προϋποθέτει πρώτα-πρώτα κατάλληλους διαπραγματευτές, με πείρα, διπλωματικό σθένος και ακονισμένα επιχειρήματα. Κατά τα άλλα, η Ελλάδα δικαιούται όχι μόνον να ζητήσει αλλά και να απαιτήσει! Οι λόγοι είναι πολλοί και καθαροί.
Κατ’ αρχήν, σε κάθε δανειακή σχέση ενυπάρχει η συνυπευθυνότητα δανειστών, εγγυητών και δανειζομένων. Σε περίπτωση που ο πιστούχος περιέλθει σε πραγματική ή πλασματική αδυναμία ουδείς δικαιούται επομένως να διαμαρτυρηθεί. Ο κίνδυνος στη δανειακή σχέση είναι εγγενής και ο συντελεστής κινδύνου είναι προεξοφλημένος. Σε ό,τι αφορά τον ελληνικό υπέρμετρο δανεισμό, η συνυπευθυνότητα δανειστών και δανειζομένου είναι κατάφωρη. Δίκαιον είναι λοιπόν το κόστος της αδυναμίας ολοκληρωτικής αποπληρωμής να επιμεριστεί συμμέτρως. Οι ιδιώτες δανειστές έχουν ήδη καταβάλει ένα σημαντικό μερίδιο συμμετοχής με τη διαγραφή (PSI) του 2011. Τώρα καλούνται να συμμεριστούν το δικό τους μερίδιο πολιτικής πρωτίστως απερισκεψίας οι κυρίαρχοι και οι πολυεθνικοί δανειστές. Και πρώτα-πρώτα η ηθικολογούσα Γερμανία.
Δεν θέλω να υπεισέλθω στη συζήτηση περί παλαιοτέρων γερμανικών οφειλών (πολεμικές αποζημιώσεις και κατοχικό δάνειο). Αυτά αφορούν το μακράν απώτερο, σε σχέση με τη γέννηση του σημερινού υπερχρέους, ιστορικό παρελθόν.
Για την χρεωστική όμως υπερφόρτωση της χώρας δεν ευθύνεται αποκλειστικά η διαχειριστική ανωριμότητα των ελληνικών κυβερνήσεων που εσυσσώρευσαν το χρέος. Η Ε.Ε. και μαζί η Γερμανία φέρουν σημαντικό μέρος της ευθύνης.
Η Ε.Ε και πρωτίστως η Γερμανία και η Γαλλία άφησαν να πλανάται στις χώρες και στις αγορές μια απατηλή εικόνα για την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής νομισματικής και οικονομικής ένωσης. Η Γερμανία μαζί με τη Γαλλία παρεβίασαν πρώτες το προσαρτημένο στο ευρώ Σύμφωνο Σταθερότητας σε σχέση με το ύψος των δημοσίων ελλειμμάτων, ενθαρρύνοντας έτσι τους πιο «ανεύθυνους» σε χαλαρή δημοσιονομική πολιτική. Η Ε.Ε. και πρωτίστως η ηθικολογούσα Γερμανία δεν άσκησαν τον προσήκοντα έγκαιρο έλεγχο στην από μακρού διαπιστωμένη ελληνική δημοσιονομική παρέκκλιση (2004), όταν η Ελλάδα είχε ήδη τεθεί υπό την αβρή επιτήρηση των κυρίων Γιούνκερ και Αλμούνια.
Η Γερμανία και η Γαλλία επέτρεπαν πρωτίστως στις τράπεζές τους να χρηματοδοτούν ανενδοίαστα το ελληνικό κράτος με την δική τους εξυπακουόμενη εγγύηση. Η Ε.Ε και πρωτίστως η Γερμανία έσπευσε το 2010 να επιβαρύνει το ελληνικό χρέος με 250 δις προσθέτου δανεισμού για να αποφευχθεί η συζήτηση για μια πιο ανώδυνη τότε και αποτελεσματική διαγραφή. Επιπλέον οι γερμανοί και οι άλλοι ευρωπαίοι φορολογούμενοι δεν πρόκειται, όπως καταχρηστικά υποστηρίζεται, να συμμετάσχουν στο πραγματικό κόστος της διαγραφής. Οι κατάλληλες τεχνικές λογιστικής που γνωρίζουν να εφαρμόζουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα μεριμνήσουν. Το σπουδαιότερο: Οι έλληνες δεν αντέχουν σε τελευταία ανάλυση να πληρώνουν με τους ασφυκτικούς όρους που επιθυμούν οι δανειστές.
Η Ελλάδα δεν αρνήθηκε τις ευθύνες της. Πλήρωσε και πληρώνει αιματηρά. Αλλά το καθαρτήριο πλέον ετελείωσε. Είναι καιρός να επαναλειτουργήσει η οικονομία. Καλή εκλογική χρονιά.

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

Ο ΠΑΓΩΜΕΝΟΣ SANTA CLAUS – 28 Δεκεμβρίου 2014

https://i0.wp.com/new-deal.gr/wp-content/uploads/2014/12/santa-claus-in-classical-painting-3.jpg
Το σύνδρομο της πρόωρης αυτοδικαίωσης που από την πρώτη μετεκλογική στιγμή του 2012 σημάδεψε την εκπνέουσα σήμερα συγκυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά αποτέλεσε δυστυχώς τη μεγαλύτερη αδυναμία της. Η ανάγκη που ο πρωθυπουργός αισθανόταν προσωπικά να τροφοδοτεί συνεχώς και σε πείσμα των πραγματικών περιστατικών μια μυθολογία περί κυβερνητικού succes story στάθηκε τελικά και η αιτία της διαφαινόμενης κυβερνητικής αποδρομής.
Η αυτοδικαιωτική αλαζονεία οδήγησε από τον περασμένο Σεπτέμβριο τη συγκυβέρνηση στη απόπειρα άτυπης μονομερούς καταγγελίας του μνημονιακού πλαισίου δράσης. Η σπουδή της συγκυβέρνησης να θεωρήσει το έργο της ολοκληρωμένο και κατ’ επέκταση να διακηρύξει την ισχύ της μνημονιακής δέσμευσης μη ανανεώσιμη ανάγκασε τελικά την τρόϊκα να περάσει σε αντεπίθεση ρεαλισμού και να αντιπαραθέσει απέναντι στις κυβερνητικές εξάρσεις αυτοδικαίωσης τις ανολοκλήρωτες ουρές του μνημονίου. Το έκανε αμφισβητώντας ευθέως έναν υπεραισιόδοξο προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς που καταρτίστηκε και παρουσιάστηκε στη Βουλή χωρίς τη δική της έγκριση και συγκατάθεση.
Ο καθένας μπορεί να αξιολογήσει κατά την κρίση του τις κατά τη γνώμη μας υπεραισιόδοξες προεξοφλήσεις μεγεθών του νέου προϋπολογισμού και την πεποίθηση της συγκυβέρνησης για τη δυνατότητα αναπλήρωσης των πιθανολογούμενων από την τρόϊκα δημοσιονομικών κενών του 2015 απ’ ευθείας από τις αγορές. Εξίσου μπορεί να αξιολογήσει και τη σκληρή αντίθεση της τρόϊκας απέναντι στον ισχυρισμό περί επιτυχούς ολοκλήρωσης του μνημονίου. Επί του προκειμένου οι ίδιες οι αγορές εξέφρασαν απερίφραστα τη γνώμη τους, εκτινάσσοντας τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε προειδοποιητικά επίπεδα κόστους καταφανώς απαγορευτικά.
Είναι να απορεί κανείς, πώς μια κυβέρνηση που εμφανίζεται να πιστεύει ότι έχει εκτελέσει ευσυνείδητα και αποτελεσματικά το έργο της, επιλέγει να προχωρήσει σε ρήξη με τους δανειστές της αντί να προσέλθει με αυτοπεποίθηση και ήσυχη συνείδηση στην τελική αξιολόγηση των κυβερνητικών επιτευγμάτων.
Δικαιούται επομένως κάποιος περισσότερο καχύποπτος να υποθέσει ότι η θεατρική ρήξη με την τρόϊκα και τους δανειστές αποτελούσε προκάλυμμα μάλλον μιας βαθύτερης αμφιβολίας για την πληρότητα και την διατηρησιμότητα των πεπραγμένων καθώς και τεκμήριο συνείδησης ότι τα ανεκτέλεστα υπόλοιπα μιας ελλειμματικής διαχείρισης οδηγούσαν μαθηματικά σε παράταση της διαδικασίας αξιολόγησης και σε μερική τουλάχιστον ανανέωση του μνημονίου. Την ευθύνη αυτή η συγκυβέρνηση προφανώς ούτε μπορούσε ούτε ήθελε πολιτικά να αναδεχτεί.
Η άρνηση των κομμάτων της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης να συνεργαστούν για την εκλογή νέου προέδρου της δημοκρατίας από την υφιστάμενη βουλή οδηγούσαν ευθέως στην εναλλακτική των εκλογών.
Η διαφυγή από την προηγούμενη ευθύνη με την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία φάνηκε ίσως σε αρκετούς από το κυβερνητικό στρατόπεδο ως μια κολυμβήθρα πολιτικής εξιλέωσης και αυτοσυντήρησης.
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών για την εκλογή του νέου προέδρου της δημοκρατίας, το διακύβευμα των επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης έχει ήδη προσλάβει μορφή. Παρά την αδέξια προσπάθεια της συγκυβέρνησης να απεμπλακεί από την ευθύνη για την ανανέωση των δεσμεύσεων του μνημονίου, η θέση την οποίαν στα μάτια των ψηφοφόρων αναπόφευκτα θα εκπροσωπεί στις διαφαινόμενες εκλογές είναι εκείνο ακριβώς που επιζητούσε να αποφύγει: Η συνταύτιση με νέες μνημονιακές δεσμεύσεις εν ονόματι μιας συμπληρωματικής «προληπτικής» πιστωτικής γραμμής που είναι οπωσδήποτε απαραίτητη ως εγγύηση, σε περίπτωση προσφυγής στις αγορές για κάλυψη μελλοντικώς πιθανολογουμένων ελλειμμάτων. Η εναλλακτική σ’ αυτό, που αποτυπώνεται στο πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, συνίσταται στην πρόταση για εξ υπαρχής διαπραγμάτευση με τους δανειστές, με κύριο αντικείμενο τη διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του ελληνικού χρέους, σε συνδυασμό με μέτρα επενδυτικής κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και πολιτική ανάκτησης μέρους των εισοδηματικών και συνταξιοδοτικών απωλειών των ασθενέστερων στρωμάτων της κοινωνίας.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση λοιπόν πορευόμαστε προς τις εκλογές. Δεν έχει σημασία αν αυτό συμβεί άμεσα ή σε δύο ή τρείς μήνες. Παραμένει όμως αμφίβολο αν η λύση στο σύνθετο ελληνικό πρόβλημα θα προκύψει ευθέως απ’ αυτές. Δυστυχώς, ακόμα είμαστε πολύ κοντά στην αρχή της επίλυσης των βασικών μας προβλημάτων, χωρίς μια συνολική θεώρηση του προβλήματος και χωρίς κάποιο συνεκτικό σχεδιασμό μιας ολοκληρωμένης λύσης. Ας αφήσουμε όμως για την ώρα την ευχή για «Καλή Χρονιά» να συγκαλύψει προσωρινά όλες τις σχετικές αμφιβολίες και ας ελπίσουμε ότι ο καινούργιος χρόνος θα φέρει, στην Ευρώπη πρώτα, τις αλλαγές πλαισίου συνολικής αντίληψης που είναι απαραίτητες ώστε μια πιο μαχητική ελληνική προσπάθεια στο τέλος να αποδώσει. Γιατί χωρίς την σύμπραξη του παγωμένου Santa Claus με τον ελληνικό Άγιο Βασίλη λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι δυνατόν να εξευρεθεί.

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

Δήλωση Παν. Γεννηματά – 29/12/2014

Η ταυτόχρονη σύμπτωση δύο ναυαγίων, ενός θαλάσσιου και ενός κυβερνητικού, σημαδεύουν το κλείσιμο μιας θλιβερής επταετούς περιόδου άγονης εθνικής ταλαιπωρίας. Η συγκυβέρνηση υπολειμμάτων από ένα ένοχο παρελθόν, σε πλήρη σύγχυση και αποσύνθεση από το περασμένο καλοκαίρι, ορρώδησε προ του βάρους των τελικών της ευθυνών και υπέβαλε στον ελληνικό λαό μια ύπουλη παραίτηση με το πρόσχημα της εκλογής νέου προέδρου της δημοκρατίας.
Είναι σε όλους σαφές ότι υπήρχε επάρκεια εξωκομματικών και υπερκομματικών προσωπικοτήτων που θα προσέφεραν τίμια και αξιοπρεπή διέξοδο στο τεχνητό αδιέξοδο της προεδρικής εκλογής, χωρίς περιττό διασυρμό των κοινοβουλευτικών θεσμών. Για μια ακόμη φορά επελέγη η οδός του εκβιασμού των ψηφοφόρων και της λαϊκής διαβουκόλησης με την μαζική διάχυση ψευδών που επιδιώκουν να θολώσουν τη λαϊκή νηφαλιότητα.
Ο ελληνικός λαός έχει και πάλι την ευκαιρία να εκφράσει ελεύθερα τις φοβίες του αλλά και την αγανάκτησή του. Θα δούμε τι τελικά θα επικρατήσει. Ασχέτως πάντως εκλογικού αποτελέσματος, το βέβαιο είναι ότι οι επικείμενες άμεσες εκλογές ανοίγουν ένα νέο διάδρομο προς το μέλλον που νέες δημιουργικές πολιτικές δυνάμεις καλούνται να διευρύνουν και αξιοποιήσουν.

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

KONTRA CHANNEL – FOCUS LIVE 15/12/2014 ΜΕΡΟΣ 1

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

Το αδιέξοδο έχει μακρό ορίζοντα…

Μια σύντομη σύνοψη της κατάστασης.
Είναι εμφανές πλέον ότι η συγκυβέρνηση έχει σοβαρό ρήγμα. Ο Πρωθυπουργός και αρχηγός της Ν.Δ επιλέγει την πόλωση (που προσιδιάζει και στην παρορμητική του ιδιοσυγκρασία) με την πεποίθηση ότι η συσπείρωση πανικού εξουδετερώνει τον ενδιάμεσο χώρο που αποδείχτηκε πολιτικά στείρος και αποσταθεροποιητικός και στερεί από τον Σύριζα το πριμ της αυτοδυναμίας. Ο σεβαστός αντιπρόεδρος της συγκυβέρνησης, προσαρμοσμένος στον εξ ανάγκης ρυθμιστικό ρόλο,αναζητεί ενδιάμεσες μεταβατικές λύσεις προκειμένου να σώσει το μαγαζάκι από την άμεση εκλογική εξαφάνιση και να βρεί χρόνο για πολιτική ανατοποθέτηση στο μεταβαλλόμενο τοπίο. Οι άμεσες εκλογές συνιστούν τυπικά ξεκάθαρη λύση. Αυτό δικαιώνει το Σαμαρά. Η αυτοδυναμία του Σύριζα δεν είναι ακόμα εξασφαλισμένη. Η ως εκ τούτου προεξόφληση νέας συγκυβέρνησης ή τρίτης ενδιάμεσης λύσης δικαιώνει τον αντιπρόεδρο. Συμπέρασμα: Το αδιέξοδο έχει μακρό ορίζοντα. Μέσα στο α’ εξάμηνο του ’15 διαφαίνονται και νέες εκλογές. Λύση δυστυχώς δεν διαφαίνεται, αν κάποιας μορφής εξωτερική παρέμβαση δεν αναδιατάξει ριζικά το πολιτικό σύστημα της χώρας. Η κοινωνία αποδεικνύεται ανήμπορη να υπερβεί την πολιτισμική της στάθμη.

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

ΠΟΙΟΝ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ;

https://i0.wp.com/new-deal.gr/wp-content/uploads/2014/12/unemployment.jpg
Μικρή αποκλιμάκωση της ανεργίας κατά το μήνα Σεπτέμβριο ανεκοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Ο δείκτης υποχώρησε από το ιστορικό υψηλό του Σεπτεμβρίου 2013 (28%) στο 25,7% που αριθμητικά μεταφράζεται σε μείωση των ανέργων κατά 123.115 άτομα και συνολικό τρέχοντα αριθμό 1.241.114 ανέργων. Ταυτόχρονα ανακοινώθηκε ότι ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανέρχεται στα 3.293.575 άτομα ενώ το σύνολο των απασχολουμένων στους 3.589.280.
Οι αριθμοί αυτοί επιδέχονται ευρεία ειδικότερη ανάλυση (συνταξιούχοι, ηλικίες, μορφωτικό επίπεδο, φύλο, μακροχρόνια άνεργοι, επιδοτούμενοι-μόνο το 9,88% του συνόλου, ήτοι το 91% χωρίς δικαίωμα λήψης κάποιου επιδόματος από το ΟΑΕΔ) και πολύπλευρο φυσικά σχολιασμό. Δεν είναι όμως αυτό που θα μας απασχολήσει.
Κάθε μείωση στο δείκτη ανεργίας είναι βεβαίως καλοδεχούμενη. Άσχετα αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η νέα απασχόληση συνίσταται σε εποχιακή ή μειωμένη ωρομίσθια εργασία και απορρόφηση από τον εντυπωσιακά διευρυνόμενο κλάδο της πρόχειρης εστίασης και της καφεδοποσίας.
Το πρώτο πάντως και κραυγαλέο συμπέρασμα των ποσοτικών δεδομένων που έχουν ανακοινωθεί είναι ότι το μισό των ενηλίκων ελλήνων δεν αποτελεί οικονομικά ενεργό πληθυσμό.
Τουτέστιν δεν εργάζεται! Ας προστεθεί ότι εκ των αναφερομένων ως εργαζομένων, 600-700.000 εξακολουθούν να αποτελούν δημοσίους υπαλλήλους. Ο ακριβής αριθμός δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί και η πιθανολογούμενη απόκλιση είναι της τάξης των 100.000 ατόμων, όπως μας ενημερώνει ο έγκριτος δημόσιος λειτουργός και σύμβουλος Δημοσίας Διοίκησης της κυβέρνησης Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Χωρίς κανενός είδους προκατάληψη απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους, αντίθετα με πολύ μεγάλο σεβασμό προς τη δημόσια λειτουργία, το πόσοι εξ αυτών επιτελούν ουσιαστικό έργο παραμένει ερωτηματικό. Από συγκριτικές μελέτες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ο ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Μπήτρος έχει συναγάγει ότι, με το θεμελιώδες κριτήριο της αναλογίας υπαλλήλων προς το συνολικό πληθυσμό, ο αριθμός που θα αναλογούσε σε μια σύγχρονη ελληνική δημόσια διοίκηση με τίποτε δεν θα όφειλε να ξεπερνά τους 250.000 υπαλλήλους. Αντιλαμβάνεται επομένως κανείς ότι η υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου οργανωτικού εκσυγχρονισμού στο ελληνικό δημόσιο (αυτό δηλαδή που με νύχια και με δόντια αντιμάχεται το κομματοπολιτικό σύστημα της χώρας) θα προσέθετε στην υπάρχουσα ανεργία 300.000 με 400.000 άτομα, εκ των οποίων ελάχιστοι θα είχαν επαρκείς προϋποθέσεις για μετάταξη στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα εξ υπαρχής του νεοελληνικού κράτους λειτουργεί ως κρύπτη υποαπασχόλησης δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία. Η αναπαραγωγή του παραδοσιακού πολιτικού τεχνάσματος συνεχίζει να αποτελεί ιερή στρατηγική προτεραιότητα του πολιτικού συστήματος , ασχέτως του πλαγίου κόστους που συνεπάγεται για την ιδιωτική και κατά τεκμήριο παραγωγικότερη ελληνική οικονομία.
Από τα προαναφερόμενα εφιαλτικά μεγέθη προκύπτει όμως εμφανώς γιατί η περί επερχόμενης «ανάπτυξης» πολιτική φιλολογία αποτελεί αναίσχυντο μυθολόγημα για την εξαπάτηση των ελλήνων. Η ελληνική κοινωνία είναι σήμερα κοινωνία συνταξιούχων, ηλικιωμένων (το 25% του πληθυσμού άνω των εξήντα ετών), ανέργων (εκ των οποίων το 48% είναι κάτω των 34 ετών) και (σταθερή πάντοτε αξία) δημοσίων υπαλλήλων. Η δημογραφική αυτή σύνθεση αποτελεί δείγμα του βαθμού της συνολικής νεοελληνικής υπανάπτυξης, οι ρίζες της οποίας ανάγονται σε ιστορικό βάθος πολύ πρωθύστερο της κρίσης. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και περιοριστικό παράγοντα της προσδοκώμενης αναπτυξιακής διαδικασίας.
Τα πράγματα επιδέχονται και πρόσθετο φωτισμό. Το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων έχει προκύψει από ένα κλάδο εργασιών της ιδιωτικής οικονομίας που είναι εξαιρετικά αμφίβολο (και κατά βάθος αντικειμενικά ανεπιθύμητο) αν μπορεί να αναγεννηθεί. Πρόκειται για τον μικρό λιανικό μεταπρατισμό και τη μικροεπιχειρηματική αυτοαπασχόληση, η έκταση των οποίων ήταν ευθεία συνάρτηση της πολιτικής ανοχής απέναντι στη μικρομεσαία φοροδιαφυγή ώστε να αποτελεί ευπρόσιτη διέξοδο ευέλικτου εισοδηματισμού σε μια κοινωνία που δεν κατόρθωσε ποτέ να αναπτύξει παραγωγική βάση ικανή να δημιουργήσει επαρκείς θέσεις εργασίας.
Φλυαρούμε σήμερα για την επερχόμενη «ανάπτυξη» και επικαλούμαστε καταχρηστικά το εύκολο επιχείρημα της ετήσιας αύξησης του κύματος τουριστών, το οποίο απορροφά εποχιακούς απλώς εργαζομένους με ελάχιστα προσόντα. Τι είδους ανάπτυξη χρειάζεται όμως σήμερα η χώρα μας για να απορροφηθεί το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων;
Ποια είναι εκείνη η μορφή ανάπτυξης που θα μπορούσε να αξιοποιήσει ένα εκτεταμένο αργό δυναμικό με ανεπαρκή επαγγελματική κατάρτιση που φθείρεται περισσότερο από τη μακροχρόνια παραμονή στην ανεργία;
Και πόσους αλήθεια εργαζόμενους χρειάζεται μια αληθινά παραγωγική οικονομία, σαν αυτή που κατά βάθος χρειαζόμαστε, όταν η πρόοδος της σύγχρονης τεχνολογίας περιορίζει συνεχώς τις θέσεις εργασίας ενώ η έννοια των «υπηρεσιών» σε οικονομίες με περιορισμένη μεταποίηση είναι έννοια πολύ ρευστή και σχετική;
Αλλοίμονο, για το ελληνικό μέλλον δεν προβληματίζεται κανείς…

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

Παναγιώτης Γεννηματάς: Το αδιέξοδο έχει μακρό ορίζοντα

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

Ο ΑΛΛΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ…

Οι περιστάσεις που διανύουμε έχουν χαρακτηριστικά «τέλους εποχής». Ένα κεφάλαιο στο ιστορικό της ελληνικής χρεωκοπίας φαίνεται να κλείνει, για να παραχωρήσει τη θέση του σ’ ένα καινούργιο, με διαφορετικούς αλλ’ εξίσου δυσοίωνους πολιτικούς πρωταγωνιστές. Χρήσιμο φαίνεται λοιπόν να επιχειρήσουμε ένα  συνοπτικό συνολικό απολογισμό της πρώτης διαχειριστικής περιόδου της ελληνικής χρεωκοπίας (2010-2014).
Κατ’ αρχήν, όποιος λαμβάνει το λόγο για την ελληνική χρεωκοπία δεν πρέπει να λησμονεί τον σύνθετο και διφυή χαρακτήρα της. Η ελληνική χρεωκοπία δεν συνίσταται μόνο στην εθνική δημοσιονομική καταβαράθρωση. Αυτή αποτελεί αποτυχία των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος. Εξ ίσου συνίσταται στην παράλληλη χρεωκοπία του παραγωγικού προτύπου οικονομίας. Η χρεωκοπία αυτή αποτελεί συνολική αποτυχία της κοινωνίας. Η αποτυχία αυτή  ποσοτικοποιήθηκε στο έλλειμμα του εθνικού εξωτερικού ισοζυγίου  που στα «καλά χρόνια» της «ανάπτυξης» κάλπαζε με ρυθμό 15% (2006)! Το ιλιγγιώδες αυτό έλλειμμα, για το οποίο κατά την διάρκεια του σχηματισμού του (2000-2006) δεν ανησύχησε κανείς (!), αποτυπώνει την  ταχεία ολίσθηση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας αμέσως μετά την ένταξή μας στο ευρώ.
Το κοινό μέτωπο κυβερνήσεων και τρόϊκας αντιμετώπισε τη δημοσιονομική χρεωκοπία με οριζόντιες εισοδηματικές περικοπές και με καταιγίδα έκτακτης φορολογίας. Αντικειμενικά εδώ δεν έχει νόημα ο επιμερισμός των ευθυνών. Η συμπίεση του κόστους λειτουργίας του κράτους, σε συνδυασμό με την άγρια καταφορολόγηση των μεσαιομικρών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας έχουν από το 2013 οδηγήσει στην εμφάνιση υπολογίσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων που πανηγυρίζονται από την συγκυβέρνηση ως δείκτες επιτυχημένης δημοσιονομικής προσαρμογής.
Δεν θα αμφισβητήσουμε τον τρόπο λογιστικού σχηματισμού του πλεονάσματος. Ας το θεωρήσουμε ως δεδομένο αποτέλεσμα υπερφορολόγησης, μη δομικής συμπίεσης των δημοσίων δαπανών και δημιουργικής λογιστικής.  Το ερώτημα είναι: Το πλεόνασμα αυτό, με τα μέσα που ως τώρα το παράγουν, μπορεί να θεωρηθεί ως διατηρήσιμο κεκτημένο μιας ολοκληρωμένης δημοσιονομικής προσαρμογής; Ο κατά το πλείστον σχηματισμός του με συνεχή έκτακτη φορολογία, ανόργανη  (προσωρινή) συμπίεση των  δαπανών και ετεροχρονισμούς δημοσίων υποχρεώσεων μήπως το καθιστούν εκ προοιμίου ευάλωτο και συγκυριακό, εφ’ όσον όλοι γνωρίζουμε ότι δεν έχει προκύψει μέσα από συνολική αναδιάρθρωση του κράτους και του λειτουργικού του κόστους αλλά από περιστασιακή και μη οργανική περιστολή των δαπανών  και μη βιώσιμη προέλευση των εσόδων;
Ας έλθουμε τώρα στο σκέλος του ισοζυγίου. Η εκτίναξή του, από το ιστορικά  οικείο όριο ελλείμματος (ας πούμε 5%) στο ιλιγγιώδες 15% μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ, αποτυπώνει ασφαλώς την ταχεία απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, υπό συνθήκες μάλιστα ιδανικής χρηματοδότησης. Η ελληνική οικονομία δεν ήταν (το γνωρίζαμε αυτό) ανταγωνιστικά προπαρασκευασμένη για να συνυπάρξει με την ακαμψία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.  Από την πρώτη στιγμή άρχισε να ολισθαίνει, όταν ακόμα η ισοτιμία δολαρίου-ευρώ ήταν ανέλπιστα χαμηλή. Πώς λοιπόν αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα αυτό από την τροϊκοκυβερνητική κοινοπραξία;
Απάντηση: Βάναυσα. Με ολόπλευρη λιτότητα ώστε να επέλθει περιστολή της καταναλωτικής δαπάνης, να μειωθούν κάθετα οι εισαγωγές και έτσι το έλλειμμα να υποχωρήσει.  Η οικονομία έπεσε στην ύφεση, ενώ η θεραπεία έχει περιοριστεί στην επίθεση στο σύμπτωμα (έλλειμμα), με παράλληλη αποχή (ως τώρα) από την συστηματική αντιμετώπιση  των  πραγματικών διαρθρωτικών αιτίων που στην ελληνική περίπτωση δεν ήταν το ύψος των πραγματικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας όσο το υψηλό κόστος των  παντοειδών δημοσίων εισροών στην περιορισμένη κατά το εύρος ελληνική παραγωγή, η μεταποιητική συρρίκνωση, η πλήρης αποαγροτοποίηση και η συνεχής υποτίμηση της αξίας (ναι!) του τουριστικού μας προϊόντος.
Ποιος όμως έχει μέχρι στιγμής ουσιαστικά ασχοληθεί  με τον  ανασχεδιασμό του παραγωγικού προτύπου της χώρας; Τι έχει γίνει στον τομέα της επενδυτικής ενθάρρυνσης και της στοχευμένης επενδυτικότητας; Ποιο είναι το μεταρρυθμιστικό κεκτημένο της πενταετίας για διαρθρωτική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας απέναντι στην ευρωδογματική νομισματική ακαμψία; Είναι σαφές ότι εάν η χώρα ανακάμψει ποτέ από την ύφεση και η εσωτερική ζήτηση στοιχειωδώς ενισχυθεί, το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο θα ξαναπάρει την επάρατη ανιούσα.
Λυπούμαστε που ο δικός μας σύντομος απολογισμός χρήσεως δεν συμφωνεί με τους συγκυβερνητικούς πανηγυρισμούς.  Η γνώμη μας είναι ότι ακόμα βρισκόμαστε πολύ κοντύτερα στην αρχή του δημοσιονομικού και παραγωγικού εκσυγχρονισμού παρά  στην ολοκλήρωσή του. Περισσότερο όμως λυπόμαστε που η υποτιθέμενη ελίτ αρνείται να το αποδεχτεί.

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized

Ο ΣΟΥΠΕΡΝΤΡΑΓΚΙ ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΕΕ;

 
https://i0.wp.com/new-deal.gr/wp-content/uploads/2014/12/108695_600.jpg
Ο Ewald Novotny, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και από το 2005 Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας, είναι παλαιός και καλός μου φίλος. Συνυπηρετήσαμε μαζί στην Εκτελεστική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων όπου εκείνος εκπροσωπούσε την χώρα του και τη Φινλανδία από το 1997 μέχρι το 2000. Η άμεση γειτνίαση των γραφείων μας είχε ως αποτέλεσμα να συνδεθούμε με στενή προσωπική φιλία.
Ως κεντρικός τραπεζίτης της χώρας του ο Ewald είναι μέλος του 24μελούς Δ.Σ της ΕΚΤ μαζί με άλλους 17 κεντρικούς τραπεζίτες. Η μέχρι σήμερα παρουσία του στον κεντρικό ευρωπαϊκό τραπεζικό θεσμό είναι ομολογημένα υπολογίσιμη και σταθεροποιητική, καθώς ο ίδιος είναι οικονομολόγος μάλλον «συντηρητικών» αντιλήψεων και ως άνθρωπος γλυκύς και μετριοπαθής. Τα «γεράκια» της γερμανικήςBundesbank δεν πρέπει να έχουν λόγους να αισθάνονται άβολα μαζί του. Τουλάχιστον μέχρι προχτές. Γιατί αιφνιδιαστικά στις 8/12 ο Ewald ανεγνώρισε δημόσια ότι το τύπωμα χρήματος για την αγορά κρατικών ομολόγων των ευρωπαϊκών κρατών θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην ανάσχεση της «τεράστιας (sic) εξασθένισης» που παρατηρείται σήμερα στην Ευρωζώνη.
Από το Reuters πληροφορηθήκαμε ότι σε δηλώσεις του στη Γερμανία (!) ο αυστριακός κεντρικός τραπεζίτης τάχθηκε υπέρ της υιοθέτησης από την ΕΚΤ μιας πιο «φιλόδοξης» νομισματικής πολιτικής, παίρνοντας με τον τρόπο αυτόν αποστάσεις από τις επίσημες θέσεις της Γερμανίας που, όπως και εμείς οι έλληνες γνωρίζουμε καλά, αντιτίθεται σθεναρά στο τύπωμα χρήματος. Στην ερώτηση κατά πόσον μια πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης» θα μπορούσε να συμβάλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των επιδεινούμενων προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωζώνη, ο Ewaldαπήντησε ευθαρσώς ότι «ως υποστηρικτικό μέτρο, στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου σχεδίου, η ποσοτική χαλάρωση μπορεί ασφαλώς να είναι πολύτιμη». Το ολοκληρωμένο σχέδιο» περιλαμβάνει προφανώς το επεκτατικό πακέτο επενδύσεων που ανεκοίνωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλωντ Γιούνγκερ, με σκοπούμενο ύψος της τάξης των 300 δις ευρώ!
Από την αρθρογραφία μου στο new-Deal έχω υποστηρίξει την αναγκαιότητα νομισματικής χαλάρωσης ώστε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα να μην απαξιωθεί στις οικονομικές συνειδήσεις τόσο των τεχνοκρατών όσο και των λαών της Ευρωζώνης. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης που έχει μέχρι σήμερα υποστεί πρέπει να βρεθούν τρόποι να ανατραπεί.
Η αδιάλλακτη εμμονή εν μέσω γενικευόμενης ύφεσης σε μια άκαμπτη νομισματική πολιτική κινδυνεύει να αποξενώσει τους λαούς από την οικονομική χρησιμότητα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.
Η νομισματική «ορθοδοξία» στην οποίαν η Γερμανία εμφανίζεται να επιμένει με τόση ανελαστικότητα, έχει υπό όρους σοβαρά θεωρητικά πλεονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα όμως αυτά αφορούν περισσότερο την ίδια τη Γερμανία. Για τις υπόλοιπες, ολιγότερο ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές οικονομίες το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, όπως μέχρι σήμερα προδιαγραφεί, ισοδυναμεί με αναχρονιστική λαθροεισαγωγή στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα του αλήστου μνήμης προπολεμικού «χρυσού κανόνα». Ο «χρυσούς κανών» (Gold standard) ίσχυσε ως γνωστόν από το 1821 μέχρι το 1930 στην ευρωπαϊκή οικονομία, με κύριο θύμα του μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο τη βρετανική αυτοκρατορία και την ίδια την στερλίνα που καθ’ όλο αυτό το μακρό χρονικό διάστημα υπήρξε ο νομισματικός στυλοβάτης του. Έμμεσα όμως ο «χρυσός κανόνας» ίσχυσε, στα πλαίσια των συμφωνιών του Μπρέττον Γουντς (1944), μέχρι το 1971.
Με το νέο, μετά το 1971, καθεστώς των κυμαινομένων ισοτιμιών οι δυτικές οικονομίες σημείωσαν από τις αρχές του ’80 μέχρι το 2008 εντυπωσιακή ανάπτυξη, χωρίς κανενός είδους αντίστοιχο νομισματικό κορσέ. Η τραπεζική κρίση του 2007-8 δεν οφείλεται άλλωστε στην αποδέσμευση των οικονομιών από αντίστοιχο νομισματικό ζουρλομανδύα (μέταλλο ή νόμισμα αναφοράς) αλλά στην ολοκληρωτική απορρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και την ανομική ελευθεριότητα ενός ραγδαία αναπτυσσόμενου σε πλήρες κανονιστικό κενό «παρατραπεζικού» χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η συνεχής εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης που άρχισε το 2008 και η προφανής αδυναμία επίτευξης ικανοποιητικών λύσεων στα οξυμμένα προβλήματα χρέωσης που αντιμετωπίζουν οι ολιγότερον ανταγωνιστικές (σε σχέση πάντα με τη Γερμανία) ευρωπαϊκές οικονομίες, επιβεβαιώνουν και πάλι ιστορικά ότι η απόπειρα διατήρησης νομισματικού ισοδυνάμου του χρυσού κανόνα υπό συνθήκες εντεινόμενου αποπληθωρισμού αποτελεί, κατά την ιστορική έκφραση του Κέϋνς (1924), επιστροφή σε ένα ιστορικό κατάλοιπο οικονομικού «βαρβαρισμού». Αυτό ακριβώς σημειώνεται σήμερα, με την καθημερινή κατάρρευση της μααστριχιανής νομισματικής ορθοδοξίας που το 1992, ελλείψει τότε κεϋνεσιανού τύπου ενδοευρωπαϊκών αμφισβητήσεων σε εποχή νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής ηγεμονίας, κατάφερε με σχετική ευκολία να επιβάλει στους εταίρους της η προ ελαχίστου ενοποιημένη Γερμανία. Η οικονομική όμως κρίση που σήμερα βιώνουμε έχει θέσει το ιστορικό εγχείρημα σε βίαιη δοκιμασία. Η κανονιστική δυσκαμψία που είχε ήδη από το 1992 προδιαγραφεί για τα υποψήφια μέλη της ΟΝΕ, (χωρίς προβλεπόμενες ρήτρες ειδικής διαφυγής, χωρίς συμψηφιστικούς μεταξύ των κρατών-μελών μηχανισμούς, χωρίς πλήρως εξοπλισμένη κεντρική τράπεζα και, κυρίως, χωρίς ουσιαστική αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού) έχει ως αποτέλεσμα το οξύμωρο φαινόμενο,
αντί να προσαρμόζεται το νόμισμα στις δυναμικές διακυμάνσεις της ευρωζωνικής οικονομίας (ως καθρέφτης της πραγματικής της ανταγωνιστικότητας αλλά και ως εργαλείο ρυθμιστικής επαγρύπνησης για ρεαλιστικές διεθνείς νομισματικές ισορροπίες), να επιδιώκεται η προκρούστεια προσαρμογή της οικονομίας (των επί μέρους εθνικών οικονομιών) σε μια ορισμένη δογματική νομισματική αντίληψη που η ίδια η οικονομική πραγματικότητα ευθέως πλέον και με σφοδρότητα εμφανίζεται να αμφισβητεί!
Τι συμβαίνει λοιπόν σήμερα στην ΕΚΤ; Είναι προφανές ότι στο Δ.Σ της ΕΚΤ έχει εμφανιστεί σοβαρό ρήγμα νομισματικής συνείδησης. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Η ΕΚΤ είναι ο μόνος υφιστάμενος σήμερα ευρωπαϊκός ομοσπονδιακός θεσμός. Η αίσθηση της διαχειριστικής του ευθύνης βομβαρδίζεται καθημερινά από δυσμενή ποσοτικά μηνύματα που σωρευτικά συγκλίνουν στους κεντρικούς υπολογιστές της. Ο βομβαρδισμός αυτός την υποχρεώνει να εξελίσσει και να διαμορφώνει απόψεις πλησιέστερα προς τις πραγματικές διακυμάνσεις των οικονομικών μεγεθών που μπορεί να επηρεάζονται ζωτικά από την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική.
Είναι γεγονός ότι ο Μάριο Ντράγκι από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα στην ΕΚΤ εξεδήλωσε τάσεις χειραφέτησης από τη δογματική γερμανική νομισματική αντίληψη. Οι πρώτες απόπειρες που το 2012 απετόλμησε για χορήγηση ρευστότητας δια μέσου των τραπεζών στις ευρωπαϊκές οικονομίες με «οριακής συμβατότητας» νομισματικά μέσα χαιρετίστηκαν από τον εξωγερμανικό οικονομικό περίγυρο εμφανώς ενθαρρυντικά. Η δοκιμαστική εφαρμογή κατ’ αρχήν «ασύμβατων» προς το καταστατικό της τράπεζας νομισματικών τεχνικών είχαν αναμφισβήτητο ευεργετικό αποτέλεσμα στη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Τα πράγματα όμως σήμερα αποζητούν κάτι αποφασιστικότερο.
Η ΕΚΤ δεσμεύεται στην άσκηση ολοκληρωμένης κεντρικής τραπεζικής (τύπου FED) από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Aυτό συνιστά θεσμική αναπηρία της Ε.Ε που της στερεί τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαχείρισης του προβλήματος της υπερχρέωσης που μαστίζει σήμερα την ευρωζωνική οικονομία. Η εκτός Γερμανίας πλειοψηφία τραπεζιτών και πολιτικών το έχουν εμφανώς συνειδητοποιήσει. Το Δ.Σ της ΕΚΤ είναι φυσικό να δέχεται πιέσεις που το προτρέπουν σε αναζήτηση μηχανισμών παράκαμψης των δεσμεύσεων και (γιατί όχι) προετοιμασίας αλλαγής των συνθηκών. Η γερμανική επιρροή στους κόλπους της ΕΚΤ προφανώς περιορίζεται σε μειοψηφία. Λέγεται ότι τα μέλη που εξακολουθούν να επηρεάζονται από τη Bundesbank είναι σήμερα λιγότερα από δέκα. Ο Ντράγκι άλλωστε δήλωσε πρόσφατα ότι τα μέτρα που ισοδυναμούν με τύπωμα χρήματος θα συζητηθούν αρχές Ιανουαρίου στο Δ.Σ της ΕΚΤ και πολύ πιθανόν να εγκριθούν με απλή πλειοψηφία. Ο νομισματικός στόχος που έχει τεθεί είναι ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός να φτάσει μέσα στο 2016 το 1,3%.
Οι προσανατολισμοί που αναγγέλλονται και οι συνακόλουθες αποφάσεις, αν τελικά υλοποιηθούν συνιστούν καθ’ εαυτές ένα εκ των άνω θεσμικό πραξικόπημα εκ μέρους των κεντρικών τραπεζιτών. Ένα παρόμοιο όμως «πραξικόπημα» αναμφισβήτητα θα προσδώσει μια σημαντική ώθηση στην θεσμική ολοκλήρωση της Ευρωζώνης. Οπωσδήποτε πάντως ένα νέο νομισματικό περιβάλλον είναι απαραίτητο σήμερα για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής συνοχής. Ταυτόχρονα όμως θα είναι και εξαιρετικά ευνοϊκό για μια εμπλουτισμένη διαπραγμάτευση του ελληνικού προβλήματος μετά τις άμεσα διαφαινόμενες εκλογές για τις αρχές του 2015.

Σχολιάστε

Filed under Uncategorized